- μεθύω
- (ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) [μέθυ]είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθηςμσν.κάνω κάποιον να μεθύσειαρχ.1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.)2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)3. είμαι ναρκωμένος από κάτι, βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μεθύειντο μεθύσι, η μέθη.
Dictionary of Greek. 2013.